Τι σημαίνει ελευθερία; αναρωτιόταν συχνά. Ακόμη κι αν ξεφύγεις από ένα κλουβί, πάλι δεν μπαίνεις σε κάποιο άλλο μεγαλύτερο;
Ή εμένα μου ’στριψε ή του κόσμου. Ένα από τα δύο, δεν ξέρω ποιο. Ή το πώμα δεν ταιριάζει στο μπουκάλι ή το μπουκάλι στο πώμα. Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, παραμένει ως έχει το αδιαπραγμάτευτο γεγονός πως το σύνολο δεν έρχεται να κουμπώσει.
Φυσικά, όλα βασίζονται σε μια υπόθεση που έκανα, σκεφτόταν καθώς περπατούσε. Η πιο πειστική υπόθεση, προς το παρόν. Ώσπου να βρω μιαν άλλη πειστικότερη, πρέπει να δρω σύμφωνα με την υπόθεση αυτή απ’ ό,τι καταλαβαίνω, διαφορετικά δε θα έχω ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Μόνο και μόνο γι’ αυτό πρέπει να βρω το κατάλληλο όνομα για την καινούργια κατάσταση όπου βρίσκομαι. Επίσης, πρέπει να βρω ένα όνομα που να διαχωρίζει τον τωρινό από τον προηγούμενο κόσμο, τότε που οι αστυνομικοί είχαν παλιομοδίτικα ρεβόλβερ. Εδώ δίνουμε ονόματα στα σκυλιά και στις γάτες, να μη δώσω σε κοτζάμ κόσμο που μόλις άλλαξε;
1Q84 – έτσι θα λέω τον καινούργιο κόσμο, κατέληξε η Αομάμε.
Όπου το Q θα στέκει για το «question mark», το ερωτηματικό. Ένας κόσμος γεμάτος ερωτήματα.
Ό,τι και να λες, είσαι ένας καράφλας και μισός, είπε από μέσα της η Αομάμε. Αν τα δελτία της Στατιστικής είχαν κατηγορία «Καράφλας», εκεί θα σε καταχωρούσαν, να ’σαι σίγουρος. Και είτε πας στον Παράδεισο είτε στην Κόλαση, θα ’ναι Παράδεισος ή Κόλαση για καράφλες.
Μετά τα οκτακόσια σκαλοπάτια ο Αρτιόμ έχασε πια το λογαριασμό. Τα πόδια του έγιναν σαν μολύβι, και το καθένα τους τώρα είχε το τριπλάσιο βάρος από τη στιγμή που άρχισαν την ανάβαση. Το δυσκολότερο ήταν να ξεκολλήσει τη φτέρνα του από το πάτωμα· σαν μαγνήτης αυτό την τραβούσε πίσω.
Μόνο τώρα άρχιζε να συνειδητοποιεί πόσο μακριά από τα παλιά του επιτεύγματα και αποκτήματα βρίσκεται πια ο άνθρωπος. Μοιάζει με πουλί που πετούσε περήφανα και, πληγωμένο θανάσιμα, έπεσε στη γη, για να σκάψει μια τρύπα, να κρυφτεί εκεί και να πεθάνει ήσυχα.
Όχι, δεν υπήρχε λόγος να ονειρεύεται, στον καινούργιο κόσμο τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε πια να συμβεί, μέσα σ’ αυτόν το κάθε βήμα γινόταν με τίμημα απίστευτες προσπάθειες και καυτό πόνο. Οι καιροί εκείνοι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Εκείνος ο μαγικός, ωραίος κόσμος πέθανε. Δεν υπάρχει πια. Και δεν αξίζει να τον θρηνεί κανείς για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πρέπει να φτύσει στον τάφο του και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια πίσω.
«Μη φοβάσαι, νεαρέ, μη φοβάσαι», τον ενθάρρυνε ο Μπουρμπόν. «Και κάτι ακόμα: Μέσα σε τούτη τη φιδοφωλιά υπάρχουν κάμποσες διαδρομές που είναι τίγκα στους αρουραίους, κι εσύ πρέπει να πατάς πάνω στις ραχοκοκκαλιές τους. Προχωράς και κάτω από τα πόδια σου ακούγεται ένα τόσο ευχάριστο τρίξιμο», είπε και χλιμίντρισε αηδιαστικά, ευχαριστημένος από την εντύπωση που προκαλούσε.